τορνευτά

τορνευτά
τορνευτά̱ , τορνευτής
turner
masc nom/voc/acc dual
τορνευτής
turner
masc voc sg
τορνευτής
turner
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • TERERE — de Torno signanter dictum. Virg. Georg. l. 2. v. 444. Hincradios trivere rotis. i. e. tornavêre. Unde Tritores, οἱ τορευται, vel τορνευταὶ et tritum argentum Phaedro, l. 5. Fab. 2. v. 7. τόρευμα. Qnin et verbum ipsum tero, ex Graeco τορῶ, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”